Επιτομή Λεξικού Κριαρά
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- μαννόγαλον το.
-
- Γάλα από δυο γυναίκες που είναι μητέρα και κόρη, ως μαγικό φίλτρο:
- τους ποτίζουν (ενν. τους άνδρες) … μαννόγαλον (Νομοκ. 38613).
[<ουσ. μάννα (I) + γάλα. Η λ. (‑ο) και τ. και σήμ. ιδιωμ. (Κουκουλές, Λαογρ. 9, 1926-28, 458, Ξεινός 96, κ.α.)]
- Γάλα από δυο γυναίκες που είναι μητέρα και κόρη, ως μαγικό φίλτρο: