Επιτομή Λεξικού Κριαρά

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: μανικόττι
1 εγγραφή
μανικόττι το.
  • Μανίκι ενδύματος:
    • φαρδία … μανικόττια (Γεωργηλ., Θαν. 583).

[<ιταλ. manicotto. Η λ. στο Du Cange (‑ηκώτιον, λ. μανίκιον) και σήμ. κρητ.]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες