Επιτομή Λεξικού Κριαρά

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: μανιάρης
1 εγγραφή
μανιάρης, επίθ.
  • Μανιακός, οξύθυμος, αψύς:
    • λίτες και δώσια να αγαπά, να φαίνεται μανιάρης (Σαχλ., Αφήγ. 332).

[<ουσ. μανία + κατάλ. ‑ιάρης]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες