Επιτομή Λεξικού Κριαρά
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- μανιάρης, επίθ.
-
- Μανιακός, οξύθυμος, αψύς:
- λίτες και δώσια να αγαπά, να φαίνεται μανιάρης (Σαχλ., Αφήγ. 332).
[<ουσ. μανία + κατάλ. ‑ιάρης]
- Μανιακός, οξύθυμος, αψύς:
Ένα εγχείρημα του Κέντρου Ελληνικής Γλώσσας για την υποστήριξη της ελληνικής γλώσσας στη διαχρονία της: αρχαία ελληνική, μεσαιωνική ελληνική, νέα ελληνική αλλά και στη συγχρονική της διάσταση.
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[<ουσ. μανία + κατάλ. ‑ιάρης]
| © 2006 - 2008 Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας | Δικαίωμα Πνευματικής Ιδιοκτησίας | Όροι Χρήσης |