Επιτομή Λεξικού Κριαρά

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: μανδράκι
1 εγγραφή
μανδράκι το· μαντράκι.
  • Μικρό λιμάνι:
    • Η Κορώνη … μέσα από τον μόλο έχει ένα μαντράκι διά ξύλα μικρά (Πορτολ. Α 21422).

[<ουσ. μάνδρα + κατάλ. ‑άκι. Τ. ‑ιον σε έγγρ. του 13.-14. αι. Ο τ. στο Somav. και σήμ. ιδιωμ. (Χυτήρης, κ.α.)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες