Επιτομή Λεξικού Κριαρά

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: μανία
7 εγγραφές [1 - 7]
μανία η· μανιά.
  • 1) Τρέλα, παραφροσύνη:
    • (Λίβ. (Lamb.) N 97).
  • 2) Μεγάλη οργή· εχθρότητα:
    • τον δούκαν … εδέσαν … και με μανίαν τον έβγαλαν όλοι από τον πύργον (Κορων., Μπούας 50).
  • 3) Πολεμικό μένος:
    • εις την Εβιεννίαν ο Σολομάνης έγενε μετά πολλήν μανίαν (Αξαγ., Κάρολ. Έ 292).
  • 4) Ορμή, αγριότητα:
    • ως άρκτοι γαρ ορμήθησαν μετά πολλήν μανίαν (Κορων., Μπούας 74).
  • 5) Μίσος, κακία:
    • Το Ναβουθαί … διχώς να φθαίσει εφόνευσε η Εζάβελ με μανία (Βεντράμ., Γυν. 16).
  • 6) Πάθος· σφοδρή επιθυμία για κ.:
    • με μανία να θανατώσει έτρεχε τον άξιο νεανία (Διγ. O 1917).
  • Έκφρ. μεγάλος της μανίας = (πιθ.) μεγαλομανής, φαντασμένος:
    • (Αξαγ., Κάρολ. Έ 284).

[αρχ. ουσ. μανία. Η λ. και σήμ.]

μανιάζω.
  • Η μτχ. παρκ. ως επίθ. = οργισμένος, αγριεμένος:
    • δράκοι μανιασμένοι (Τζάνε, Κατάν. 481 (βεν. έκδ. μανι‑)).

[<μανίζω αναλογ. με ρ. σε ‑ιάζω· πβ. και μτγν. ‑ιάω. Η λ. και σήμ ιδιωμ.]

μανιάκης ο.
  • Περιδέραιο:
    • (Παράφρ. Μανασσ. (Tièche) 356).

[μτγν. ουσ. μανιάκης]

μανιάκιον το· μανάκι(ο)ν.
  • 1) Περιδέραιο:
    • μανακίων διαμαργάρων (Ψευδο-Σφρ. 36233).
  • 2) Περιλαίμιο:
    • εγώ είχα σκυλολόγια, 'λητάρια και μανάκια (Σαχλ., Αφήγ. 140).

[<ουσ. μανιάκης + κατάλ. ‑ιον. Ο τ. (‑ιν) μτγν. (L‑S). T. ‑ι στο Βλάχ. Η λ. τον 4.αι. (Lampe) και σε σχόλ.]

μανιακός, επίθ.
  • Παράφορος, τρελός· μανιώδης:
    • (Θησ. (Foll.) I 43
    • άφες το να είσαι μανιακή κατά του ποθητού σου (Λίβ. P 1397).
  • Το ουδ. ως ουσ. = μανία, τρέλα:
    • μετέπεσεν εις ήμερον, το μανιακόν αφήκεν (Λίβ. P 2271).

[<επίθ. μανικός με μεταπλ. Η λ. σε Γλωσσάρ. και σήμ.]

μανιάρης, επίθ.
  • Μανιακός, οξύθυμος, αψύς:
    • λίτες και δώσια να αγαπά, να φαίνεται μανιάρης (Σαχλ., Αφήγ. 332).

[<ουσ. μανία + κατάλ. ‑ιάρης]

Μανιάτης ο.
  • Μανιάτης:
    • (Δωρ. Μον. XXX), (Τζάνε, Κρ. πόλ. 40921).

[<τοπων. Μάνη + κατάλ. ‑ιάτης. Η λ. και σήμ.]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες