Επιτομή Λεξικού Κριαρά
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- μαλιντζάδα η.
-
- Δέσμη· «χεριά, φουχτιά» (Somav. II, λ. manciata)·
- (εδώ) «ένα χέρι»:
- να του δώσω θέλω μια μαλιντζάδα ξυλές (Τσιρίγ., Επιστ. 169).
- (εδώ) «ένα χέρι»:
[<ιταλ. manciata (Καραποτόσογλου 2000: 104)]
- Δέσμη· «χεριά, φουχτιά» (Somav. II, λ. manciata)·