Επιτομή Λεξικού Κριαρά

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: μαλακός
1 εγγραφή
μαλακός, επίθ.
  • 1) Απαλός στην αφή, που υποχωρεί στην πίεση, σε αντίθεση προς το σκληρό:
    • (Προδρ. IV 622).
  • 2) (Προκ. για τοίχο) μη ανθεκτικός, εύθραυστος:
    • (Παράφρ. Χων. (v. Dieten) Ι 4).
  • 3) (Προκ. για δέρμα ή σάρκα) άτριχος, τρυφερός, απαλός:
    • (Συναξ. γυν. 536), (Θησ. Ί [574]).
  • 4) Μεταφ.
    • α) (προκ. για λόγο) ήπιος, πραϋντικός:
      • (Βέλθ. 108
    • β) (προκ. για φωτιά) σιγανή:
      • ανθρακίαν μαλακήν (Ορνεοσ. αγρ. 54021
    • γ) φρ. πάσχω τι μαλακόν = εξασθενώ, αδρανώ, γίνομαι νωθρός:
      • (Παράφρ. Χων. (v. Dieten) I 278).
  • 5) Προκ. για ευνούχο:
    • ο θλιβίας, ο καστράτος και ο μαλακός εκ κοιλίας (Ελλην. νόμ. 55613).
  • 6) Κίναιδος:
    • (Καρτάν., Π. Ν. Διαθ. φ. 366r).

[αρχ. επίθ. μαλακός. Η λ. και σήμ.]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες