Επιτομή Λεξικού Κριαρά
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- μαλακία η.
-
- 1) Εξασθένηση, αδυναμία, αρρώστια:
- (Παϊσ., Ιστ. Σινά 1648).
- 2) Αυνανισμός:
- (Ναθαναήλ Μπέρτου, Ομιλίαι X 63).
[αρχ. ουσ. μαλακία. Η λ. και σήμ.]
- 1) Εξασθένηση, αδυναμία, αρρώστια:
- μαλακιάζω.
-
- Μαλάσσω, χαϊδεύω:
- να πίασες τα χέρια μου και να τα μαλακιάσες (Περί ξεν. 524).
[<μαλακίζω με επίδρ. ρ. σε ‑ιάζω]
- Μαλάσσω, χαϊδεύω: