Επιτομή Λεξικού Κριαρά
6 εγγραφές [1 - 6] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- μακρύς, επίθ.· θηλ. μακρέα· μακρία· πληθ. ουδ. μακρέα· μακρία.
-
- 1)
- α) Που έχει μεγάλο μήκος, μακρύς:
- ορά μακρέα (Γαδ. διήγ. 260)·
- ξέρα … μακρία μίλι ήμισυ (Πορτολ. Α 21626)·
- β) που έχει σχήμα επίμηκες, μακρουλός:
- μάτια … μεγάλα και μακριά (Θησ. ΙΒ́ [563]).
- α) Που έχει μεγάλο μήκος, μακρύς:
- 2) (Ως προς το ύψος, το ανάστημα) ψηλός:
- Μακρύς ήτον ως το βεργίν (Ιμπ. 79).
- 3) (Προκ. για τόπο) μακρινός, απομακρυσμένος:
- ο ξένος … να έρτει από ηγή μακριά (Πεντ. Δευτ. XXIX 21).
- 4) Μεγάλος·
- (προκ. για κατηγορία) σοβαρός:
- μακρύν έγκλημαν (Ασσίζ. 38014).
- (προκ. για κατηγορία) σοβαρός:
- 5) Μακροχρόνιος, μεγάλης διάρκειας:
- το ταξίδιν το μακρύ (Αχέλ. 1115).
- Το ουδ. ως ουσ. = αναβολή:
- το μακρύ πολλές φορές είδα καλό να φέρει (Ερωτόκρ. Ά 1713).
- Η λ. στο αρσ.
- 1) Ως επών.:
- (Σφρ., Χρον. 7010).
- 2) Σε τοπων.:
- (Τζάνε, Κρ. πόλ. 25319).
- 1) Ως επών.:
[<επίθ. μακρός. Η λ. στο Βλάχ. και σήμ.]
- 1)
- μακρύσιν το.
-
- Μακρύ ξύλο (εδώ προκ. για το μακρύτερο από τα δύο ξύλα του σταυρού):
- (Μαχ. 610).
[πιθ. <ουσιαστικοπ. απαρέμφ. μέλλ. του μακρύνω - μακρυνίσκω (πβ. κοντύσιν, ετυμολ.)]
- Μακρύ ξύλο (εδώ προκ. για το μακρύτερο από τα δύο ξύλα του σταυρού):
- μάκρυσις η,
- βλ. μάκρυνσις.
- μακρυσκάμνι το.
-
- Μακρύ σκαμνί:
- (Βαρούχ. 4865).
[<επίθ. μακρύς + ουσ. σκαμνί]
- Μακρύ σκαμνί:
- μάκρυσμαν το,
- βλ. μάκρυμα.
- μακρυσμένος, μτχ.,
- βλ. μακρύνω.