Επιτομή Λεξικού Κριαρά
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- μακρυμάλλης, επίθ.
-
- Που έχει μακριά μαλλιά:
- (Συναδ. φ. 17v).
[<επίθ. μακρύς + ουσ. μαλλί(ν). Τ. μακρο‑ στο Somav. Η λ. και σήμ.]
- Που έχει μακριά μαλλιά:
Ένα εγχείρημα του Κέντρου Ελληνικής Γλώσσας για την υποστήριξη της ελληνικής γλώσσας στη διαχρονία της: αρχαία ελληνική, μεσαιωνική ελληνική, νέα ελληνική αλλά και στη συγχρονική της διάσταση.
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[<επίθ. μακρύς + ουσ. μαλλί(ν). Τ. μακρο‑ στο Somav. Η λ. και σήμ.]
© 2006 - 2008 Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας | Δικαίωμα Πνευματικής Ιδιοκτησίας | Όροι Χρήσης |