Επιτομή Λεξικού Κριαρά

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: μακρυμάλλης
1 εγγραφή
μακρυμάλλης, επίθ.
  • Που έχει μακριά μαλλιά:
    • (Συναδ. φ. 17v).

[<επίθ. μακρύς + ουσ. μαλλί(ν). Τ. μακρο‑ στο Somav. Η λ. και σήμ.]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες