Επιτομή Λεξικού Κριαρά
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- μακαρόνι το· μακαρούνι.
-
- (Στον πληθ.) μακαρόνια:
- τα μακαρούνια … ας πιάσουσι να φάσι (Ευγέν. 1030).
[αντιδ. <βεν. macaron, πληθ. ‑i <ελλην. μακαρών(ε)ια - *μακαρωνία, ιδιωμ. ‑ιά (Kahane, GR I 400-2, II 27-8, 52, III 207). Η λ. στο Somav. (πληθ.) και σήμ.]
- (Στον πληθ.) μακαρόνια: