Επιτομή Λεξικού Κριαρά

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: μαινάς
1 εγγραφή
μαινάς η· μαινάδα.
  • Πόρνη:
    • έχει κράσιν … πολιτικής μαινάδος (Πτωχολ. α 692).

[αρχ. ουσ. μαινάς. Ο τ. και σήμ.]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες