Επιτομή Λεξικού Κριαρά
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- μαθές, επίρρ.· μαθέ.
-
- Αληθινά, βέβαια:
- — Πώς, τρώσινε και τα σπαθιά; … — Τρώσι μαθές κι εκείνα (Κατζ. Β́ 49).
[<επίρρ. μαθώς <μαθών (βλ. ά.) ή <προστ. μάθε του μανθάνω. Η λ. και ο τ. και σήμ. ιδιωμ.]
- Αληθινά, βέβαια: