Επιτομή Λεξικού Κριαρά

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: μαδέρι
1 εγγραφή
μαδέρι το· ματέρι.
  • 1) (Ναυτ.) σανίδα από την επένδυση του σκελετού του πλοίου:
    • όλα στην ξέρα ήλθανε (ενν. τα καράβια) κα τα μαδέρια ενοίγα (Τζάνε, Κρ. πόλ. 34022).
  • 2) Χοντρή σανίδα ή δοκάρι που χρησιμοποιείται στο χτίσιμο:
    • ξυλήν …, ήγουν πατερά και τάβλες, μαδέρια (Ιερόθ. Αββ. 338
    • (σε μεταφ.):
      • Υποκριτά, λέγει ο Χριστός, έβγαλεν πρώτον εσύ το ματέρι οπού έχεις ομπρός εις το μάτι σου (Καρτάν., Π. Ν. Διαθ. φ. 377r).

[πιθ. <παλαιότ. βεν. madero ή <ιταλ. madiere. Ο τ. <διαλεκτ. ιταλ. matiere (DEI). Η λ. και σήμ.]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες