Επιτομή Λεξικού Κριαρά
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- μαγγανικός, επίθ.
-
- Έκφρ. μαγγανικόν ξύλον = πολιορκητική μηχανή, καταπέλτης (πβ. ξύλον 16):
- (Παράφρ. Χων. 218).
[<ουσ. μάγγανον + κατάλ. ‑ικός. Η λ. τον 4. αι.]
- Έκφρ. μαγγανικόν ξύλον = πολιορκητική μηχανή, καταπέλτης (πβ. ξύλον 16):