Επιτομή Λεξικού Κριαρά
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- μαγίστωρ ο· μαΐστορας· μαΐστωρ.
-
— Βλ. και μαΐστορος, μάστορας (Ι).
- 1) Δάσκαλος:
- μαΐστορ’, έπταισα και πλείον ου μη το ποιήσω (Αναγν., Στ. πολιτ. 10).
- 2)
- α) Τίτλος πολιτικών και στρατιωτικών αξιωματούχων του βυζαντινού κράτους· διοικητής στρατιωτικής μονάδας:
- (Σπαν. V 109)·
- β) τίτλος αξιωματούχων στη φεουδαρχική Δύση:
- εδώκαμεν τον κήνσον … εις τας χείρας του μαΐστορος Πέτρου της Καμπανίας (Byz. Kleinchron. Á 5939).
- α) Τίτλος πολιτικών και στρατιωτικών αξιωματούχων του βυζαντινού κράτους· διοικητής στρατιωτικής μονάδας:
- 3)
- α) Έμπειρος, ικανός τεχνίτης:
- οι μαΐστορες, τσαγκράδες, δοξαράδες (Διήγ. παιδ. 623)·
- β) προκ. για οικοδόμους, δηλ. χτίστες ή ξυλουργούς:
- (Γεωργηλ., Βελ. Λ 53).
- α) Έμπειρος, ικανός τεχνίτης:
- Eκφρ. μέγας μα(γ)ίστωρ ή μαΐστορας = ο «μέγας μάγιστρος», ο διοικητής δυτικού μοναχικού τάγματος (συν. των Ιωαννιτών):
- (Δούκ. 14316, 4039), (Byz. Kleinchron. Á 42738).
[μτγν. ουσ. μαγίστωρ (L‑S Suppl.). Ο τ. μαΐστορας σε έγγρ. του 12. και 13. αι. Ο τ. μαΐ‑ στη Σούδα. Η λ. στον Ησύχ.]
- 1) Δάσκαλος: