Επιτομή Λεξικού Κριαρά

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: μήνιγγας
1 εγγραφή
μήνιγγας ο· μέλιγγας· μήλιγγας· δοτ. εν. μηλίγγι, (Ερμον. Κ 262).
  • Κρόταφος, μηλίγγι:
    • (Βέλθ. 293), (Διήγ. παιδ. 895
    • Προς του μηλίγγου τη μερά που του κουτέλου 'γγίζει (Ερωτόκρ. Β́ 1909).

[<αρχ. ουσ. μήνιγξ η· πβ. και Μηνάς 1978: 147. Οι τ. μέλ (Somav., μέληγκ), μήλ‑ (Βλάχ., μίλ), κ.ά. σήμ. ιδιωμ. (Τσουδερός 1969: 75)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες