Επιτομή Λεξικού Κριαρά

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: μέτοχος
1 εγγραφή
μέτοχος, επίθ.
  • α) Που μετέχει σε κ., που έχει μέρος σε κ.:
    • (Διγ. Gr. 2
    • είναι … τα φυτά μέτοχα τούτων των τεσσάρων στοιχείων (Καρτάν., Π. Ν. Διαθ. φ. 53r
    • έκφρ. μέτοχος λόγου = μορφωμένος:
      • (Ιστ. πατρ. 1288
  • β) συμμέτοχος, συνεργός:
    • όλες τούτες οι αμαρτίες έναι μέτοχη η μέθη, οπού τες κάνει (Καρτάν., Π. Ν. Διαθ. φ. 366r).
  • Το αρσ. ως ουσ. = συνέταιρος:
    • μέτοχοι γενόμενοι, ο μεν είς έβαλεν φλουριά δ́ … ο δεύτερος έβαλεν λ́ (Rechenb. 631).

[αρχ. επίθ. μέτοχος. Η λ. και σήμ.]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες