Επιτομή Λεξικού Κριαρά

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: μέσα
18 εγγραφές [1 - 10]
μέσα (I) το· μεσά.
  • Τραπέζι:
    • τας σπέτσας … τάς είχα εις το μεσά μου, … εις το φαγίν (Πουλολ. 610).

[<λατ. mensa. Η λ. στο θηλ. στο Du Cange (πβ. και μέση 6)]

μέσα (II), επίρρ.· μες· μεσά· μέσαν.
— Βλ. και απομέσα.
  • Ά Τοπ.
    • 1)
      • α) Εντός, στο εσωτερικό:
        • μέσα εις το άλογον κάθουνται τριακόσιοι (Βυζ. Ιλιάδ. 999
        • μες στο χέρι (Ερωτόκρ. Ά 226
        • μέσα του κάστρου (Λίβ. Esc. 2340
        • (ιδιάζ. χρ.):
          • κερά μου, … μέσα στο φεγγάρι μπορείς να δεις τα κάλλη σου (Πανώρ. Γ́ 577
      • β) (προκ. για γραπτό κείμενο):
        • λαβούσα την γραφήν και γνους το τ’ είχε μέσα (Απολλών. 303
      • γ) (μεταφ. προκ. για δήλ. έντονου συναισθήματος):
        • άγριος μέσα στη χαρά (Ερωφ. Έ 155).
    • 2) (Μεταφ.) στα σωθικά, στα βάθη της ψυχής:
      • συχνοτρομώ και όλος μέσα τρέμω (Περί γέρ. (Δαν.) 134).
    • 3) Απομέσα, στη μέσα μεριά:
      • μέσα εστέκετον στην πόρτα (Φαλιέρ., Ιστ. 331).
    • 4) Στη μέση (προσώπων), στο κέντρο:
      • γύρον τα αρχοντόπουλα και μέσα ο βασιλέας (Χρον. Μορ. Η 4205
      • τον εδώκε μέσα εις το στήθος (Πόλ. Τρωάδ. 964).
    • 5) (Με τα ρ. σχίζω, χωρίζω, κ.τ.ό.) στη μέση, σε δυο κομμάτια:
      • έσχισεν τον λίθον μέσα (Πτωχολ. α 415 Ν κριτ. υπ.· Διγ. Esc. 964).
    • 6) Επάνω:
      • (Απολλών. 138
      • φυλακτάρι … έχει μέσα στη σάρκαν του (Κατά ζουράρη 146).
    • 7) Ανάμεσα, μεταξύ (διαφόρων τόπων, κ.ά.):
      • μέσα τα νησία και την στερεάν ουδέν έχει πέραμα (Πορτολ. Α 604
      • μέσα εις τες άλλες του αρετές ήτονε και εύσπλαχνος (Μορεζίν., Κλίνη Σολομ. 396).
    • 8) (Μεταφ. προκ. για σχέση μεταξύ προσώπων):
      • εσύντυχαν μέσα τους οι γυναίκες (Θησ. (Foll.) I 37
      • βάλλουν λόγια μέσα μας (Ερωτοπ. 636).
    • 9) Μέσα (σε σύνολο προσώπων):
      • μέσα στο … λαό πολλή βαβούρα εγίνη (Ερωτόκρ. Β́ 841).
    • 10) (Προκ. για κίνηση)
      • α) προς τα μέσα, προς το εσωτερικό (τόπου):
        • άνοιξεν έναν σεντούκιν και έδωκεν μέσα (Μαχ. 42817
        • να εμπεί και μέσα στον Μορέα (Χρον. σουλτ. 3126
      • β) εναντίον:
        • οι Βλάχοι σαν λεοντάρια στους Τούρκους μέσα δώσαν κλίνοντες τα κοντάρια (Παλαμήδ., Βοηβ. 162).
    • 11) (Με τις προθ. από, εκ· πβ. και από (Ι) 5α εκφρ. (7) μέσα από) [η παραπομπή ήταν εκφρ. (ζ)]
      • α) απομέσα (προς τα έξω):
        • (Ιμπ. 652
        • μέσα απέ τα ομμάτια της οι Έρωτες δοξεύουν (Αχιλλ. (Smith) N 871
      • β) από:
        • τες αράχνες βγάνει μέσα εκ την πόρταν (Φαλιέρ., Ιστ. 193).
  • Β́ Χρον.
    • 1) (Με γεν.) στο μέσο:
      • μέσα του μεσημεριού (Σουμμ., Παστ. φίδ. Γ́ [751]).
    • 2)
      • α) Κατά τη διάρκεια, κατά την ώρα:
        • σκοτώθηκεν στη μάχη μέσα (Τζάνε, Κρ. πόλ. 50926
      • β) (για δήλ. προθεσμίας) σε διάστημα, πριν από την πάροδο (ορισμένου χρον. διαστήματος):
        • να πλεύσουσιν μέσα εις δύο μήνας (Διήγ. Βελ. N2 269).
  • Εκφρ.
  • 1) Μέσα εις ’ς ή σε) τούτο(ν) = στο μεταξύ:
    • (Μαχ. 30424), (Τζάνε, Κρ. πόλ. 41112), (Φαλιέρ., Ιστ. 191).
  • 2) Μέσα μου (σου, κλπ.) =
  • (α) στο νου μου, στην καρδιά μου, ενδόμυχα:
    • (Ερωτόκρ. Β́ 776
  • (β) ιδιαιτέρως, «καθ’ εαυτόν», κρυφά:
    • (Πανώρ. Έ 193), (Πεντ. Γέν. XVIII 12).
  • 3) Μέσα (ο)πού =
  • (α) τη στιγμή που, μόλις:
    • (Ζήν. Β́ 429
  • (β) την ώρα που, ενώ, καθώς:
    • (Ερωτόκρ. Δ́ 1437
  • (γ) αν και, μολονότι:
    • (Στάθ. Β́ 57).
  • 4) Μέσα στο πρόσωπόν μου = κατάμουτρα, μπροστά στα μάτια μου:
    • (Συναξ. γαδ. 60).
    • Φρ.
    • 1) Έχω λόγο μέσα μου, βλ. λόγος Φρ. 17.
    • 2) Λέγω μέσα μου, βλ. λέγω Φρ. 8.
    • 3) Μιλώ μέσα μου, βλ. ομιλώ Φρ. 5.
  • Με το άρθρο συν. στον πληθ. ουδ. ως ουσ. =
    • α) το εσωτερικό, το ενδότερο μέρος:
      • εμπήκα και εις τα μέσα (Βεν. 35 κριτ. υπ.
      • (προκ. για τον πυρήνα καρπού):
        • των αμυγδάλων έφαγε τα μέσα (Αιτωλ., Μύθ. 467
    • β) τα σωθικά:
      • εκοντάρεψαν … τη γεναίκα προς τα μέσα της (Πεντ. Αρ. XXV 8
    • γ) τα μύχια, οι ενδόμυχες σκέψεις και συναισθήματα:
      • τα μέσα της καρδιάς (Θυσ. 74).
  • Με το άρθρο ως επίθ. = που βρίσκεται μέσα, εσωτερικός:
    • τα μέσα ενδύματα (Διήγ. παιδ. 306·)>
    • από την μέσαν πάντα (Διήγ. πανωφ. 57).
  • [<επίθ. μέσος· πβ. μέσον (ΙΙ). Η λ. στο Meursius και σήμ.]

    μεσάζος ο.
    • 1) Ανώτατος αξιωματούχος της βυζαντινής αυλής:
      • ορίζει (ενν. ο βασιλεύς) τους μεσάζους του (Φλώρ. 609 κριτ. υπ.
      • έκφρ. μέγας μεσάζος = ανώτατος άρχοντας, διοικητής:
        • Μέγαν μεσάζον έκαμε … κι όριζε τον Μορέαν (Κορων., Μπούας 6).
    • 2) Μεσολαβητής:
      • Θησεύς τον έποισε μεσάζον στα κρυφά του (Θησ. Δ́ [595]).

    [<ουσ. μεσάζων (βλ. ‑ω) με μεταπλ.]

    μεσάζω.
    • I. Ενεργ.
      • Ά (Μτβ.) διανύω ως τη μέση μιαν απόσταση:
        • μεσάσαντες το πέλαγος (Συναξ. γαδ. 96).
      • Β́ Αμτβ.
        • 1) (Χρον.)
          • α) βρίσκομαι στο μέσο:
            • ην … μεσάζων έφηβος (Δούκ. 657
          • β) (προκ. για πράξη) φτάνω στο μέσο:
            • μεσάσαντος του πότου (Βίος Αλ. 3470).
        • 2)
          • α) Μεσολαβώ, μεσιτεύω:
            • Θεού μεσάζοντος αι ψυχαί αυτών συνάπτονται (Ελλην. νόμ. 56811
          • β) ?παρεμβαίνω:
            • εμέσαζεν κατά του δεσπότου κυρ Θωμά (Ψευδο-Σφρ. 53023‑4 (έκδ. ‑ζον)).
    • II. (Μέσ.) φθάνω στο μέσο (προκ. για χρον. διάστημα):
      • του Ιανουαρίου μηνός ήδη μεσαζομένου (Δούκ. 28119).
    • Η μτχ. ενεστ. ως ουσ. = ανώτατος αξιωματούχος της βυζαντινής αυλής:
      • Έστειλε γαρ ο βασιλεύς τον κυρ Λουκάν Νοταράν τον αυτού μεσάζοντα (Δούκ. 24535·)> (Πτωχολ. α 248
      • (προκ. για το μεγάλο βεζίρη του Οθωμανικού Κράτους):
        • τῳ Παγιαζίτ βεζίρῃ, ήγουν μεσάζοντι του Μαχουμέτ (Δούκ. 14126
      • έκφρ. μέγας μεσάζων = ο ανώτατος αυλικός της αυτοκρατορίας της Τραπεζούντας:
        • (Έκθ. χρον. 2616).

    [αρχ. μεσάζω. Η μτχ. ενεστ. ως ουσ. και σήμ.]

    μεσαίος, επίθ.· μέσιος· υπερθ. μεσαίτατος.
    • 1) Που βρίσκεται στη μέση, μεσιανός:
      • (Διγ. Esc. 1111).
    • 2)
      • α) Που έχει μέτριο μέγεθος:
        • μηχανικάς αγκάλας … μεγάλας … και μεσαίας (Καναν. 130
      • β) (προκ. για άνθρωπο) που έχει μέτριο ανάστημα:
        • (Παρασπ., Βάρν. C 408).
    • 3) (Προκ. για ζητήματα) λιγότερο σπουδαίος:
      • (Ξόμπλιν φ. 137r).
    • Το ουδ. υπερθ. ως ουσ. = (χρον.) το μέσον ακριβώς:
      • το μεσαίτατον … της ημέρας (Παϊσ., Ιστ. Σινά 2072).

    [αρχ. επίθ. μεσαίος. Ο υπερθ. μεσαίτατος ήδη αρχ. Ο τ. στο Somav. και σήμ. κυπρ. Η λ. και σήμ.]

    μεσακός, επίθ.,
    βλ. μεσιακός.
    μεσάλι το,
    βλ. μενσάλιον.
    μέσαν, επίρρ.,
    βλ. μέσα (II).
    μεσανυκτικόν το, βλ. μεσονυκτικόν.
    μεσανύκτιον το,
    βλ. μεσονύκτιον.
    < Προηγούμενο   [1] 2   Επόμενο >
    Μετάβαση στη σελίδα:Βρες