Επιτομή Λεξικού Κριαρά

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: μάνταλα
1 εγγραφή
μάνταλα, άκλ.· μάντζαλα.
Εκφρ. άντζαλα μάνταλα σάνταλα· άντζαλα μάντζαλα σάντζαλα = βλ. άταλα 2:
  • (Σπανός A 225), (B 49 (έκδ. ‑ντσ‑)).

[λ. πλαστή, πιθ. <πάταλα με επίδρ. του ουσ. μάνταλος. Ο τ. και σήμ. προφ. στην έκφρ. τζάντζαλα μάντζαλα (ΛΚΝ, στο λ.)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες