Επιτομή Λεξικού Κριαρά
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- μάνικα η· μανίκα.
-
- 1) Σιδερένια θωράκιση που προστατεύει τους βραχίονες πολεμιστή:
- μανίκες …, γαμπιέρες και μονόπολα (Στάθ. Γ́ 71).
- 2) Μανίκι ενδύματος:
- κόττα … με τσι μανίκες (Βαρούχ. 8137‑8).
[<λατ. - ιταλ. manica. Ο τ. και σήμ. ιδιωμ. (Πιτυκ., Παπαχριστ.). Η λ. τον 6. αι. και σήμ. (με διαφορ. σημασ.)]
- 1) Σιδερένια θωράκιση που προστατεύει τους βραχίονες πολεμιστή: