Επιτομή Λεξικού Κριαρά
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- μάνητα η.
-
- 1)
- α) Οργή, θυμός:
- τόση μεγάλη μάνητα μου 'δωκεν απού … όλους τσι κατασκότωνα (Φορτουν. Β́ 81· Σαχλ. Á PM 308)·
- β) μανία, λύσσα:
- έδιδαν πόλεμον φρικτόν, με μάνητα μεγάλη (Διακρούσ. 805).
- α) Οργή, θυμός:
- 2) Μίσος, κακία:
- ασήκωσεν (ενν. ο διάβολος) όλους τους ανθρώπους εις μάνηταν (Εγκ. αγ. Δημ. 10520).
- 3) Ερωτικό πάθος:
- ο πόθος γή ο θυμός τση μάνητας (Ροδολ. Ά 342).
[<ουσ. μανία αναλογ. με τα ουσ. σε ‑(ότ)ητα. Η λ. στο Βλάχ. (‑νι‑) και σήμ. ιδιωμ.]
- 1)