Επιτομή Λεξικού Κριαρά
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- μάμμη η· μάμμα· μάμμου· πληθ. μάμμηδες.
-
- 1) Μητέρα:
- (Παράφρ. Μανασσ. (Tièche) 34536).
- 2) Γιαγιά:
- η μήτηρ δε του αμιρά, η του Ακρίτου μάμμη (Διγ. Z 591).
- 3) Μαμμή:
- εσκλήρυνεν εις το γεννητό της και είπεν αυτεινής η μάμμη … (Πεντ. Γέν. XXXV 17).
[αρχ. ουσ. μάμμη. Ο τ. ‑α μτγν. (Preisigke-Kiessling, λ. μάμα, L‑S Suppl.) και σήμ. ποντ. Τ. μαμά κοιν. Η λ., καθώς και τ. ‑ού, και σήμ. ιδιωμ.]
- 1) Μητέρα:
- μαμμή η· μαμμού· πληθ. μαμμήδες· μαμμούδες.
-
- Μαμμή:
- (Ερωτόκρ. Ά 52).
- Η λ. ως παρων.:
- (Έκθ. χρον. 722), (Ιστ. πολιτ. 108).
[<ουσ. μάμμη με καταβιβ. του τόνου. Ο τ. στο Meursius και σήμ. κυπρ. Η λ. τον 7. αι., στο Βλάχ. και σήμ. (ά. γρ. μαμή)]
- Μαμμή: