Επιτομή Λεξικού Κριαρά

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: μάκρητα
1 εγγραφή
μάκρητα η.
  • Πέρασμα χρόνου:
    • Η μάκρητα πάσαν πληγήν … γιατρεύγει (Σουμμ., Παστ. φίδ. Γ́ [458]
    • (συχνά με τη γεν. καιρού):
      • (Ερωφ. Έ 217).

[<ουσ. μάκρος αναλογ. προς τα ουσ. σε ‑τητα]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες