Επιτομή Λεξικού Κριαρά
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- μάγια τα.
-
- 1) Μέσα ή ενέργειες με μαγική επίδραση, μάγια:
- (Καλλίμ. 2480)·
- νομίζω μάγια μ' έκαμες και πάντα σε θυμούμαι (Ερωτοπ. 62).
- 2) Σχέδια, προθέσεις:
- του πασά εκόψανε τ' ακάθαρτά του μάγια (Τζάνε, Κρ. πόλ. 34226).
[<ουσ. μαγεία με αλλαγή γένους. Η λ. στο Βλάχ. και σήμ.]
- 1) Μέσα ή ενέργειες με μαγική επίδραση, μάγια:



