Επιτομή Λεξικού Κριαρά
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- μάγειρας ο· μάγερας.
-
- Μάγειρος:
- όρισα τον μάγερα προσφάγι να ’ρδινιάσει (Αλεξ. 1703).
[<ουσ. μάγειρος. Ο τ. και σήμ. ποντ. Η λ. στο Βλάχ. και σήμ.]
- Μάγειρος:
Ένα εγχείρημα του Κέντρου Ελληνικής Γλώσσας για την υποστήριξη της ελληνικής γλώσσας στη διαχρονία της: αρχαία ελληνική, μεσαιωνική ελληνική, νέα ελληνική αλλά και στη συγχρονική της διάσταση.
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[<ουσ. μάγειρος. Ο τ. και σήμ. ποντ. Η λ. στο Βλάχ. και σήμ.]
© 2006 - 2008 Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας | Δικαίωμα Πνευματικής Ιδιοκτησίας | Όροι Χρήσης |