Επιτομή Λεξικού Κριαρά

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: μάγειρας
1 εγγραφή
μάγειρας ο· μάγερας.
  • Μάγειρος:
    • όρισα τον μάγερα προσφάγι να ’ρδινιάσει (Αλεξ. 1703).

[<ουσ. μάγειρος. Ο τ. και σήμ. ποντ. Η λ. στο Βλάχ. και σήμ.]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες