Επιτομή Λεξικού Κριαρά
3 εγγραφές [1 - 3] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- λώβα η· λούβα.
-
- Λέπρα:
- να είναι εις την τσίπα της σάρκας του εις πληγή λούβας (Πεντ. Λευιτ. XIII 2).
[αρχ. ουσ. λώβη με μεταπλ. Ο τ. και σήμ. ιδιωμ. Η λ. και σήμ. λαϊκ.]
- Λέπρα:
- λωβάδα η.
-
- Λέπρα· (εδώ ίσως μεταφ. «ανέχεια», βλ. Μανούσακας, Ελλην. 41, 1990, 127):
- αφ’ την λωβάδα την πολλήν την νεότην τως διαβάζουν (Σαχλ. Ά M 347).
[<επίθ. λωβός + κατάλ. ‑άδα]
- Λέπρα· (εδώ ίσως μεταφ. «ανέχεια», βλ. Μανούσακας, Ελλην. 41, 1990, 127):
- λωβάστρα η.
-
- Τόπος όπου συχνάζουν οι λεπροί· (συνεκδ.) λέπρα (ή μεταφ. «ανέχεια»;):
- εις την λωβάστραν την πολλήν την νεότη τως διαβάζουν (Σαχλ. N 379).
[<ουσ. λώβα ή λωβάδα (βλ. ά.) αναλογ. με ουσ. σε ‑στρα (πβ. κρητ. σακάστρα, σταλίστρα, κ.ά.)]
- Τόπος όπου συχνάζουν οι λεπροί· (συνεκδ.) λέπρα (ή μεταφ. «ανέχεια»;):