Επιτομή Λεξικού Κριαρά

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: λωβιάζω
1 εγγραφή
λωβιάζω.
  • Προσβάλλομαι από λέπρα:
    • Ασθένησεν ασθένειαν φοβεράν, ήγουν ελωβίασεν όλον του το κορμί (Κώδ. Χρονογρ. (Κοσμάς) 19).

[<ουσ. λώβα + κατάλ. ‑ιάζω· πβ. παλαιότ. ‑άζω (L‑S) και μτγν. ‑άω (Lampe). Τ. σήμ. ιδιωμ. Η λ. στο Somav. και σήμ. ιδιωμ.]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες