Επιτομή Λεξικού Κριαρά
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- λυπητερός, επίθ.
-
- 1) Θλιμμένος:
- πρόσωπον λυπητερόν (Διακρούσ. 924).
- 2) Θλιβερός, συγκινητικός:
- πράμα πολλά λυπητερό (Ερωφ. Έ 15).
- 3) (Προκ. για φωνή) παραπονιάρικος:
- (Ερωτόκρ. Δ́ 246).
- 4) (Συνεκδ.) εύσπλαγχνος, συμπονετικός:
- (Πιστ. βοσκ. V 7, 14)·
- ως βασιλιός λυπητερός κι άξος να συχωρέσει (Ερωφ. Δ́ 593).
[<λυπώ (θ. λυπη‑) + κατάλ. ‑τερός. Η λ. στο Βλάχ. και σήμ.]
- 1) Θλιμμένος: