Επιτομή Λεξικού Κριαρά
| 2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- λουμπάρδα η,
- βλ. λομπάρδα.
- λουμπαρδάρης ο.
-
— Πβ. και μπομπαρδάρης.
- Πυροβολητής, κανονιέρης:
- ένας Ρωμαίος … ήτονε πολλά τεχνίτης λουμπαρδάρης (Χρον. σουλτ. 8220).
[<ουσ. λουμπάρδα + κατάλ. ‑άρης]
- Πυροβολητής, κανονιέρης:



