Επιτομή Λεξικού Κριαρά
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- λομπάρδα η· λουμπάρδα· λουρπάρδα.
-
— Πβ. και μπομπάρδα.
- α) Είδος πυροβόλου, ολμοβόλο, κανόνι:
- (Χρον. Τόκκων 391), (Τζάνε, Κρ. πόλ. 2186)·
- άρματα πολλά, τουφέκια και λουμπάρδες (Σταυριν. 864)·
- (με αισχρό νόημα):
- (Γαδ. διήγ. 483)·
- β) (συνεκδ.) κανονιά, κανονιοβολισμός (συν. με το ρ. ρίχνω):
- Ρίκτουν λουμπάρδες άμετρες, τον πύργον να κτυπούσι (Διακρούσ. 7925).
- Φρ.
- α) βαρώ λουμπάρδες, βλ. βαρώ ΙΆ3·
- β) βροντώ λουμπάρδες, βλ. βροντώ Β́2·
- γ) δίδω λουμπάρδες = κανονιοβολώ:
- (Δωρ. Μον. (Βαλ.) 47).
[<ισπαν. lombarda. Η λ. και ο τ. λου‑ στο Meursius (λ. λουμβ‑)]
- α) Είδος πυροβόλου, ολμοβόλο, κανόνι: