Επιτομή Λεξικού Κριαρά

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: λογοθέτης
1 εγγραφή
λογοθέτης ο.
  • Ά
    • 1)
      • α) Οφίκιο στην αυλή των βυζαντινών αυτοκρατόρων· ανώτερος αυλικός:
        • (Ερωτοπ. 561
      • β) (τίτλ.) μέγας λογοθέτης = ανώτερη βαθμίδα του αξιώματος του λογοθέτη:
        • (Σφρ., Χρον. 1303
        • δώσω αυτῴ έτερον μείζον οφφίκιον, το του μεγάλου λογοθέτου (Ψευδο-Σφρ. 37220·)>
      • γ) ανώτατος αυλικός, πιθ. «λογοθέτης του γενικού»:
        • (Πτωχολ. α 203
      • δ) διαχειριστής των αυτοκρατορικών οικονομικών υπηρεσιών, πιθ. «λογοθέτης του ειδικού»:
        • (Πτωχολ. α 936
      • ε) (τίτλ.) λογοθέτης των οικιακών = αξιωματούχος που είχε ως καθήκον τη διαχείριση των αυτοκρατορικών κτημάτων:
        • (Μαλαξός, Νομοκ. 516).
    • 2) Ανώτερος αξιωματούχος στο πριγκιπάτο του Μορέως:
      • (Χρον. Μορ. H 7622
      • τον λογοθέτην έκραξε κι είπε του να ποιήσει έτερον προβελέντζιο (Χρον. Μορ. H 7745).
    • 3) Τίτλος αξιωματούχου στις παραδουνάβιες ηγεμονίες:
      • (Ιστ. Βλαχ. 829).
  • Β́
    • 1) Οφίκιο, εκκλησιαστικό αξίωμα του Οικουμενικού Πατριαρχείου:
      • (Ιστ. Βλαχ. 2211).
    • 2) (Τίτλ.) μέγας λογοθέτης = (ως τίτλ. λαϊκού προσώπου) ανώτατος αξιωματούχος των πατριαρχείων:
      • (Ιστ. πατρ. 18118).
    • 3) Αξιωματούχος μητρόπολης:
      • Εγέγονα λογοθέτης Σερρών υπό του κυρ Δανιήλ (Συναδ. φ. 42v).

[μτγν. ουσ. λογοθέτης. Η λ. σε έγγρ. του 10. αι., κ.ε. και σήμ. ποντ.]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες