Επιτομή Λεξικού Κριαρά
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- λογικός, επίθ.· λοϊκός.
-
- 1) Που αναφέρεται στον τομέα της διανόησης, πνευματικός:
- εις λογικά μαθήματα γύμναζε τον εαυτόν σου (Σπαν. V 166).
- 2)
- α) Που έχει ορθή κρίση, συνετός:
- (Φυσιολ. 34611)·
- β) που σχετίζεται με τον ορθό λόγο:
- Αντάμα τα ανόητα και λογικά με θαύμα εδίδασκες (Σκλέντζα, Ποιήμ. 525).
- α) Που έχει ορθή κρίση, συνετός:
- Το ουδ. ως ουσ. =
- 1) Το βασισμένο στη λογική, το σωστό:
- το δίκιο δε λογιάζου, τη θέλησή τους λογικό κρατού και ονομάζου (Ζήν. Γ́ 316).
- 2) (Στον πληθ.)
- α) ο νους, το μυαλό· η σκέψη:
- Ήρχισεν η εφόρεση τα μέλη να πληγώνει, τα λογικά να τυραννά και στην καρδιά να σώνει (Ερωτόκρ. Β́ 654)·
- νου και λογικά μου με το μαντάτο … έχασα (Στάθ. Γ́ 129)·
- β) η ικανότητα να σκέπτεται κανείς σωστά:
- (Ερωφ. Β́ 272)·
- γ) οι αισθήσεις:
- αρρωστημένος … κείτεται ο βαρόμοιρος δίχως τα λογικά του (Ιμπ. (Legr.) 830).
- α) ο νους, το μυαλό· η σκέψη:
- 1) Το βασισμένο στη λογική, το σωστό:
- Φρ.
- 1) Βγαίνω οκ τα λογικά μου = παραλογίζομαι (πβ. βγαίνω 1δ):
- (Ζήν. Δ́ 279).
- 2) Βγάνω κ. από τα λογικά μου, βλ. βγάνω 18δ.
- 3) Βγάνω κάπ. οκ τα λογικά του = κάνω κάπ. να χάσει τη λογική, τη νηφαλιότητά του (πβ. βγάνω 11β):
- (Ζήν. Έ 145).
- 4) Φέρνω τα λογικά κάπ. = συνεφέρνω, βοηθώ κάπ. να επανακτήσει τις αισθήσεις του:
- (Λίβ. Esc. 3836).
- 5) Φέρνω (ή έρχονται) τα λογικά μου = επανακτώ τις αισθήσεις μου, συνέρχομαι:
- (Λίβ. N 3095, 1869).
- 6) Χάνω τα λογικά μου = μπερδεύομαι, ζαλίζομαι:
- (Φυσιολ. (Legr.) 699).
[αρχ. επίθ. λογικός. Η λ. και σήμ.]
- 1) Που αναφέρεται στον τομέα της διανόησης, πνευματικός: