Επιτομή Λεξικού Κριαρά

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: λογαριασμός
1 εγγραφή
λογαριασμός ο· λογαρισμός.
  • 1) Υπολογισμός:
    • εκάμανε λογαριασμό, εισέ ολίγον καιρό εκαταχάλασε είκοσι χιλιάδες ανθρώπους (Χρον. σουλτ. 1107).
  • 2) Αρίθμηση, μέτρηση:
    • (Ιστ. πολιτ. 275).
  • 3) Έσοδα, απολαβές:
    • Έδωκέ μοι … από του λογαριασμού του κλήρου του Αγίου Μηνά … σταυράτα δύο (Notizb. 21).
  • 4) Σύνολο:
    • οι σκλάβοι σου εσήκωσαν το λογαριασμό αθρώπων του πολέμου (Πεντ. Αρ. XXXI 49).
  • 5)
    • α) Λογική, το λογικό:
      • μόνον ο λογαριασμός είναι που διαχωρίζει το ζον από τον άνθρωπο (Ερωτόκρ. Ά 1175
    • β) σκέψη, συλλογισμός:
      • με ποιο λογαριασμόν έχεις σε τούτο ελπίδα; (Ερωτόκρ. Ά 209).
  • 6) Επιχείρημα:
    • με πολλούς λογαριασμούς και μ’ άλλα λόγια τόσα, … την έκαμα κι εσύγκλινε (Ροδολ. Γ́ 1).
  • 7) Καθοδήγηση, συμβουλή:
    • (Τζάνε, Κρ. πόλ. 45219).
  • 8) Απολογισμός:
    • Τα χίλια υπέρπυρα να 'νι εις την εξουσίαν της … και τινός να μην έναι κρατημένη να δείξει λογαριασμόν δι’ αυτά (Διαθ. Ντεφαΐτζ. 78· Θησ. Έ [464]).
  • 9) (Ως ναυτ., προκ. για ναυτικά εξαρτήματα) = (αναλογική) κατασκευή:
    • Λογαριασμός αρμένου καραβίου (Καραβ. 49724· 50024).
  • Φρ.
  • 1) Έρχομαι εις λογαριασμόν = καταλήγω σε συμφωνία ύστερα από σχετική συζήτηση:
    • (Βαρούχ. 2503‑4
  • 2) Kάμνω λογαριασμόν + γεν. = λογοδοτώ:
    • (Βαρούχ. 226).
  • 3) Μιλώ λογαριασμό = νουθετώ, συμβουλεύω:
    • (Ερωτόκρ. Γ́ 1199).

[<αόρ. του λογαριάζω + κατάλ. ‑μός. Ο τ. στο Du Cange (λ. λογάριον). Η λ. σε σχόλ. και σήμ.]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες