Επιτομή Λεξικού Κριαρά
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- λογάς, ο· πληθ. λεγάδες· 'κλογάδες.
-
- (Στον πληθ.)
- 1)
- α) Διακεκριμένο πρόσωπο, αξιωματούχος, πρόκριτος:
- (Byz. Kleinchron. Á 155107)·
- έμπροσθεν τους αφέντες και του επισκόπου της Πάφου … και … τους λογάδες τους Ρωμαίους (Μαχ. 30817)·
- β) σοφός, λόγιος:
- ήλθον εν Κωνσταντινουπόλει ό τε Τραπεζούντιος, … Γεμιστός ο φιλόσοφος και άλλοι λογάδες (Ιστ. πολιτ. 822).
- α) Διακεκριμένο πρόσωπο, αξιωματούχος, πρόκριτος:
- 2) (Εκκλ.) οφικιάλιος ή γενικ. κληρικός:
- (Byz. Kleinchron. Á 6616)·
- να πάσιν εις την αγίαν εκκλησία κἀκεί εντέχεται μετά τους λογάδας να κριθεί το έγκλημα (Ασσίζ. 323)·
- λογάδες να υμνολογούν την αγίαν του Θεού εκκλησίαν (Μαχ. 262).
- 1)
[αρσ. του αρχ. επιθ. λογάς ως ουσ. Οι τ. πιθ. από επίδρ. των λέγω και εκλέγω αντίστοιχα. Η λ. σε έγγρ. του 11. αι. και σήμ. κυπρ.]
- (Στον πληθ.)