Επιτομή Λεξικού Κριαρά

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: λιτή
1 εγγραφή
λιτή η· λίτη.
  • 1) Παράκληση, δέηση:
    • (Τζάνε, Κρ. πόλ. 15713).
  • 2) Θρησκευτική πομπή, λιτανεία:
    • Λιτές εκάναν τρίγυρα, δέησες κι ακλοθούσα με δάκρυα όλος ο λαός (Τζάνε, Κρ. πόλ. 2715
    • φρ. πολομώ λιτήν = κάνω λιτανεία:
      • (Μαχ. 727).

[αρχ. ουσ. λιτή. Η λ. και σήμ. ιδιωμ.]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες