Επιτομή Λεξικού Κριαρά
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- λιπανάβατος, επίθ.
-
- (Προκ. για ψωμί, κ.τ.ό.) που δεν «ανέβηκε», δε φούσκωσε κανονικά, γιατί ζυμώθηκε με λίγο ή χωρίς προζύμι, άζυμος:
- προφούρνιν λιπανάβατον (Προδρ. ΙΙ 26-7 χφ H κριτ. υπ. (χφ προφρού‑))·
- πίττες λιπανάβατες (Πεντ. Λευιτ. ΙΙ 4).
- Το ουδ. ως ουσ. = το άζυμο ψωμί που έτρωγαν οι Εβραίοι κατά την περίοδο του Πάσχα και της γιορτής των Αζύμων:
- εφτά μέρες να φας … λιπανάβατα ψωμί φτωχικό (Πεντ. Δευτ. XVI 3· Δευτ. XVI 8)·
- έκφρ. εορτή των λιπαναβάτων = η εβραϊκή γιορτή των Αζύμων:
- (Πεντ. Έξ. XXIII 15).
[<θ. λιπ‑ του β́ αορ. του λείπω + επίθ. αναβατός (βλ. ά.). Το ουδ. στο Meursius (λειπανάβατα) και σήμ. ποντ.· πβ. τ. λειψανάβατο στο Somav. και σήμ. κρητ.]
- (Προκ. για ψωμί, κ.τ.ό.) που δεν «ανέβηκε», δε φούσκωσε κανονικά, γιατί ζυμώθηκε με λίγο ή χωρίς προζύμι, άζυμος: