Επιτομή Λεξικού Κριαρά
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- λιμάρικος, επίθ.· λιμαρικός.
-
- Πειναλέος· φτωχός, άθλιος:
- τσαγδάρους και λιμαρικούς (Χρον. Μορ. Η 738).
[<επίθ. λιμάρης + κατάλ. ‑ικος. Η λ. στο Somav. και σήμ.]
- Πειναλέος· φτωχός, άθλιος: