Επιτομή Λεξικού Κριαρά

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: λησταρχεῖον
1 εγγραφή
λησταρχείον το· λησταρχείο.
  • 1) Λημέρι λήσταρχου και της συμμορίας του:
    • έφερέν τον εις το λησταρχείον των απελατών (Διγ. Άνδρ. 34811).
  • 2) Συρροή ληστειών:
    • όλη του η ζωή ήτονε εις λησταρχείο και εις φόνους (Καρτάν., Π. Ν. Διαθ. φ. 382r).

[<ουσ. λήσταρχος + κατάλ. ‑είον. Η λ. στο Du Cange App. και σήμ.]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες