Επιτομή Λεξικού Κριαρά
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- λεβέντης ο.
-
- 1) Πεζοναύτης του οθωμανικού στόλου:
- Δίδει (ενν. ο πασάς) ορδινιά … να βγούσιν οι λεβέντες … να κουρσεύσουσιν την χώραν (Λεηλ. Παροικ. 363).
- 2) Νέος απείθαρχος:
- Η χήρα … να πάρει άνδρα … να είναι χριστιανός και εις τιμήν της, όχι τίποτες λεβέντης (Βακτ. αρχιερ. 294).
[<τουρκ. levend. Η λ. στο Βλάχ. και σήμ.]
- 1) Πεζοναύτης του οθωμανικού στόλου: