Επιτομή Λεξικού Κριαρά

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: λεβάντε
2 εγγραφές [1 - 2]
λεβάντε το.
  • (Άκλ., ως κύρ. όν.) η Ανατολή, ο γεωγραφικός χώρος ανατολικά της Ιταλίας, στη λεκάνη της Μεσογείου:
    • Αρχή των Κορφών και του Λεβάντε (Πορτολ. Α 321·)>
    • ήτον στελμένος (ενν. ο Καπέλος) … αβογαδόρος εις το Λεβάντε (Ιερόθ. Αββ. 337).

[<ιταλ. levante. Η λ. στο Somav. και σήμ. ιδιωμ.]

λεβάντες ο· λεβάντης.
  • 1) Ανατολή:
    • θέλεις ιδεί στη μεριά του λεβάντη τούμπες τρεις (Πορτολ. Β 585).
  • 2) (Ως κύρ. όν.) οι χώρες της Ανατολικής Μεσογείου:
    • η Δύση κι η Ανατολή και όλος ο Λεβάντες (Κορων., Μπούας 4).
  • 3) Ανατολικός άνεμος:
    • φράσσει σε ο λεβάντες και ο σιρόκος (Πορτολ. Α 1016).

[<ιταλ. levante. Ο τ. στο Du Cange (‑η). Η λ. και σήμ. ναυτ.]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες