Επιτομή Λεξικού Κριαρά

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: λασπώνω
1 εγγραφή
λασπώνω.
  • I. Ενεργ.
    • Ά (Μτβ.) λερώνω με λάσπη· (μεταφ., ηθ.):
      • Την καρδίαν σου μην την λασπώνεις (Πηγά, Χρυσοπ. 189 (56)).
    • Β́ (Αμτβ.) κολλώ στη λάσπη·
      • (μεταφ.) προσκολλώμαι:
        • Μήνά 'σαι τινάς Επίκουρος και ελάσπωσες … εις … τα βιοτικά; (Πηγά, Χρυσοπ. 311 (5)).
  • ΙI. (Μέσ.) λερώνομαι με λάσπη:
    • σαν χοίρος ελασπώθηκεν (Σταυριν. 241).

[<ουσ. λάσπη + κατάλ. ‑ώνω. Η λ. στο Βλάχ. και σήμ.]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες