Επιτομή Λεξικού Κριαρά

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: λασπερός
1 εγγραφή
λασπερός, επίθ.
  • Γεμάτος λάσπη, λασπώδης:
    • λίμνην λασπερήν (Ιστ. Βλαχ. 172· Παλαμήδ., Βοηβ. 265).

[<ουσ. λάσπη + κατάλ. ‑ερός. Η λ. στο Somav. και σήμ.]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες