Επιτομή Λεξικού Κριαρά

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: λασίβος
1 εγγραφή
λασίβος, επίθ.
  • Άσεμνος, ακόλαστος:
    • φορεσιά λασίβα (Χορτάτση, Ελευθ. Ιερουσ. Ά μετά στ. 164).

[<ιταλ. lascivo]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες