Επιτομή Λεξικού Κριαρά
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- λαξίδιν το.
-
- Κοιλάδα, λαγκαδιά:
- Λαξίδια μου σφαλιστικά και στράτες σιγισμένες (Κυπρ. ερωτ. 1121).
[<ουσ. λαξεία - λαξειά + κατάλ. ‑ίδιν. Η λ. και σήμ. κυπρ.]
- Κοιλάδα, λαγκαδιά: