Επιτομή Λεξικού Κριαρά
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- λαμπυρίζω.
-
- α) Φέγγω, φωτίζω:
- τση μέρας τ’άξο φως … ως είδα κι ελαμπύρισεν … σηκώνομαι και ντύνομαι (Φορτουν. Ά 254 (έκδ. ‑μπί‑))·
- β) ακτινοβολώ, λάμπω:
- Το πρόσωπό ντου σαν του ηλιού τσ’ ακτίνες λαμπυρίζει (Πανώρ. Γ́ 45).
[μτγν. λαμπυρίζω. Η λ. και σήμ.]
- α) Φέγγω, φωτίζω: