Επιτομή Λεξικού Κριαρά

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: λαμπυρίδα
1 εγγραφή
λαμπυρίδα η· λαμπ’ρίδα.
  • α) Σπίθα:
    • ανεμοταράχισμα ήπαιρε τας λαμπ’ρίδας, και ένθεν κατεμπύριζεν τα ένδον της Τρωάδος (Βυζ. Ιλιάδ. 28
  • β) φωτεινό σήμα:
    • λαμπυρίδες πολεμεί τα κάτεργα να 'λθούσι (αυτ. 1019).

[<αρχ. ουσ. λαμπυρίς. Η λ. (Somav.) και ο τ., κ.ά. σήμ. ιδιωμ. (Andr., λ. ίς)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες