Επιτομή Λεξικού Κριαρά

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: λαμπερός
1 εγγραφή
λαμπερός, επίθ.
  • 1)
    • α) Που λάμπει, ακτινοβόλος:
      • στον ήλιο το λαμπερό (Ερωφ. Β́ 308
      • (μεταφ.):
        • λαμπερά … κόρην (Διγ. A 1284
    • β) αστραφτερός:
      • μαλλιά ξανθά και λαμπερά (Διγ. A 1770
  • 2) Φωτεινός, ηλιόλουστος:
    • παλάτια … λαμπερά (Διγ. A 57).
  • 3) Περιφανής:
    • κατορθωμάτων λαμπερών (Παράφρ. Χων. I (v. Dieten) 102).

[<λάμπω + κατάλ. ‑ερός (Ανδρ.) ή <επίθ. λαμπυρός. Η λ. στο Somav. και σήμ.]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες