Επιτομή Λεξικού Κριαρά

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: λαμπαδάριος
1 εγγραφή
λαμπαδάριος ο.
  • (Εκκλ.) ο επικεφαλής του αριστερού χορού στον πατριαρχικό ναό, κ.α.:
    • (Ψευδο-Σφρ. 44812).

[μτγν. ουσ. λαμπαδάριος. Η λ. και σήμ. εκκλ. (Βεργωτής)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες