Επιτομή Λεξικού Κριαρά

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: λαγωός
1 εγγραφή
λαγωός ο· λαγός· λαός.
  • Λαγός:
    • (Βέλθ. 770
    • αγάπου το κυνήγι και με το γλάκι μου λαγό δεν άφηνα να φύγει (Πανώρ. Δ́ 4
    • (σε παροιμ.):
      • ως εύρεις τον καιρόν, φάγε και τον λαγόν (Γλυκά, Αναγ. 289
      • Ο Τούρκος … με το αμάξι τον λαγόν πιάνει, βλ. αμάξι 1.

[αρχ. ουσ. λαγώς - λαγῳός. Ο τ. λαός σήμ. κυπρ. (Σακ.). Ο τ. ‑γός και σήμ.]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες